ᾠδικῇ

ᾠδικῇ
ᾠδικός
musical
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωδική — Η τέχνη του να τραγουδά κάποιος. Ειδικότερα, μάθημα της φωνητικής μουσικής, που διδάσκεται στα σχολεία της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης. Γενικά η ω., όπως διδάσκεται στα ωδεία, είναι η τέχνη και η διδασκαλία του τραγουδιού. Απαιτεί… …   Dictionary of Greek

  • ωδική — η 1. το να μεταχειρίζεται κανείς έντεχνα την ανθρώπινη φωνή στο τραγούδι, η τέχνη του να τραγουδά κανείς. 2. η διδασκαλία του τραγουδιού, το μάθημα της φωνητικής μουσικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ᾠδική — ᾠδικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καντάτα — Μορφή μουσικής σύνθεσης ιταλικής προέλευσης, που επιβλήθηκε στις αρχές του 17ου αι. με δύο τύπους: την κοσμική κ. (ή δωματίου) και τη θρησκευτική (ή εκκλησιαστική) κ. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να αντιταχθεί η μονωδία και η ωδική απαγγελία στην …   Dictionary of Greek

  • συνωδία — η / συνῳδία, ΝΑ, και συναοιδία και συναοιδά Α [συνῳδός] νεοελλ. μουσική σύνθεση που εκτελείται συγχρόνως από πολλούς τραγουδιστές αρχ. 1. ωδική συμφωνία 2. μτφ. συναίνεση, συγκατάνευση …   Dictionary of Greek

  • συνωδικός — ή, όν, Α [συνῳδός] αυτός που επιφέρει συνωδία, ωδική συμφωνία …   Dictionary of Greek

  • τετραωδία — η, Ν ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. μον ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • φωνασκώ — φωνασκῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ ασκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Βενετσάνου, Νένα — (Αθήνα 1956 –). Τραγουδίστρια και συνθέτης. Ακολούθησε από μικρή ηλικία μουσικές σπουδές (πιάνο). Σπούδασε ιστορία της τέχνης στην Μπεζανσόν της Γαλλίας και ωδική στο Παρίσι. Η επιστροφή της στην Ελλάδα (1977) θα την εισαγάγει στον χώρο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”